- μπέμπα
- μπέμπα, η και μπεμπέκα, η(λ. αγγλ.), θηλυκό μωρό, μικρό κορίτσι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπέμπα — η βλ. μπέμπης … Dictionary of Greek
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
μπέμπης — και μπεμπές, ο, θηλ. μπέμπα 1. μικρό παιδί, μωράκι 2. ανόητος και κακομαθημένος νέος («ώρες ώρες κάνει σαν μπέμπης κι ας είναι τριάντα χρονών»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπέμπης < αγγλ. baby, ενώ ο τ. μπεμπές < γαλλ. bebe] … Dictionary of Greek
μπεμπέκα — η 1. (υποκορ. τού μπέμπα) κοριτσάκι 2. (ειρωνικά) ώριμη γυναίκα που νεάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bebek] … Dictionary of Greek
μπεμπούλα — η υποκορ. τού μπέμπα … Dictionary of Greek